-
1 κᾶλον
Grammatical information: n.Meaning: `wood, logs (for burning), timber' (h. Merc. 112, Hes. Op. 427, Ion. trag., Call., Cyrene), also `wood for ships' = `ship' (Lacon. in Ar. Lys. 1253, X. HG 1, 1,23, Plu. Alk. 28.).Other forms: mostly pl. -α,Compounds: As 1. member in καλο-τύπος ὁ δρυοκολάπτης H., καλο-πέδιλα n. pl. "wooden shoes", kind of foot-fetters (Theoc. 25, 103); καλό-πους, - ποδος m. "wooden foot", i. e. `soemaker's last' (v. l. in Pl. Smp. 191a and Poll. 2, 195; Edict. Diocl.), also καλά-πους (Pl. l. c., Poll. 10, 141; after τετρά-πους?), with the diminutive καλοπόδιον (Gal. 6, 364 [v. l. - απ-], Suid.); as technical expressions καλόπους and καλοπόδιον reached in eastern languages, e. g Arab. qālib, from where Osman. kalyp `form, model' \> NGr. τὸ καλοῦπι `id.', MPers. kalapaδ, NPers. kālbud (Maidhof Glotta 10, 11; Bailey Trans. Phil. Soc. 1933, 49). - Quite doubtful however καλαρ\<ρ\>ύα `canal, water conduit' (Ambracian after sch. Gen. Φ 259), καλαρρυϜαί (cod. - γαί) τάφροι. Άμερίας H., after Schwyzer 438 n. 4 prop. "wooden water conduite" (?); similar καλαρῖνες ὀχετοι `water-pipe']. Λάκωνες H.; cf. ῥινοῦχος `canal' etc., see Kretschmer Glotta 4, 335.Derivatives: κάλινος `of wood' (Epich., Lyc., A. R., Cyrene); dimin. (?) κάλιον (- ίον?) ξυλάριον, βακτηρίδιον; καλύριον (- ύφιον?) ξυλήφιον H.Origin: IE [Indo-European]\/PGXEtymology: To καίω, καῦσαι as `firewood'; cf. synonymous δᾱλός `fire-brand' from δαϜ-ελός ( δαίω), so κᾶλον could represent *κάϜ-ελον (Bq). As however Dor. κᾶλον cannot be derived from it, perh. from *κάϜ-αλον (Schwyzer 248, Lejeune Traité de phon. 234; on - ελο-: - αλο- cf. ἔταλον). However, a pre-form *καϜ-αλ- rather suggests a Pre-Greek form; also the connection with καίω does not seem certain. - From κᾶλα pl. Lat. cāla f. `dry wood, firewood'. - See καίω, and κῆλα.Page in Frisk: 1,765-766Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > κᾶλον
См. также в других словарях:
καλούπι — το (Μ καλούπι[ν]) 1. κοίλο στερεό σώμα μέσα στο οποίο χύνονται ρευστά υλικά για να πάρουν ορισμένο σχήμα, τύπος, φόρμα, μήτρα, πρότυπο 2. βοτ. δημώδης ονομασία τών φυτών που κατά παλαιότερη ταξινόμηση ήταν γνωστά ως ερείκη η ωραία και ερείκη η… … Dictionary of Greek
καλούπι — το (λ. τουρκ.), μήτρα, φόρμα, πρότυπο: Για την κατασκευή των παπουτσιών χρησιμοποιεί καλούπι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καλουπιάζω — [καλούπι] βάζω σε καλούπι, καλουπώνω* … Dictionary of Greek
καλουπώνω — [καλούπι] 1. δίνω σχήμα, μορφή σε άμορφη ύλη, βάζω σε μήτρα, σε φόρμα, σε καλούπι, καλουπιάζω, τυποποιώ 2. μτφ. επιβάλλω σε κάποιον να ακολουθήσει έναν συγκεκριμένο τρόπο συμπεριφοράς, σκέψης, έκφρασης κ.λπ. 3. μτφ. απατώ, εξαπατώ 4. (με αισχρή… … Dictionary of Greek
γυαλί — Με τον πολύ γενικό όρο γ. ονομάζονται υλικά σε υαλώδη κατάσταση ή στερεά διαλύματα διαφόρων πυριτικών αλάτων, ανθεκτικά στα περισσότερα χημικά αντιδραστήρια. Επεξεργασία του γ.Το διοξείδιο του πυριτίου (SiO2), ο βορικός ανυδρίτης (Β2Ο3), ο… … Dictionary of Greek
εκμαγείο — Κατασκεύασμα από εύπλαστο υλικό που στερεοποιείται, αφού πρώτα αποτυπωθεί πάνω σε αυτό η μορφή ενός στερεού σώματος· χρησιμοποιείται για την παρασκευή πιστού αντιτύπου ή αντιτύπων του σώματος αυτού. Λέγεται επίσης και μήτρα, τύποςκαλούπι. Η λέξη… … Dictionary of Greek
καμπάνα — Κρουστό ηχητικό όργανο, που αποτελείται από ένα κοίλο σώμα με χαρακτηριστική μορφή, συνήθως από μπρούντζο (περίπου 80% χαλκό και 20% κασσίτερο, ενώ ίχνη από άλλα μέταλλα δίνουν στον ήχο της ειδικούς τόνους). Η κ. αρχίζει να δονείται παλμικά, όταν … Dictionary of Greek
μήτρα — I (Ανατ.). Το κοίλο πλατυσμένο μυώδες αναπαραγωγικό όργανο της γυναίκας που όταν δεν κυοφορεί αποβάλλει το ενδοθήλιό του (ενδομήτριο) κάθε μήνα στη διάρκεια της εμμήνου ρύσεως και στο οποίο εμφυτεύεται το γονιμοποιημένο ωάριο και αναπτύσσεται το… … Dictionary of Greek
Μουσείο Λαϊκής Τέχνης Λεμεσού (Κύπρου) — Λειτουργεί από το 1985 στο ισόγειο μιας μεγάλης νεοκλασικής κατοικίας (Αγίου Ανδρέου 253, Λεμεσός) με έντονα διακοσμητικά στοιχεία μπαρόκ, που χτίστηκε το 1922 και δωρήθηκε στο δήμο Λεμεσού από τον τελευταίο ιδιοκτήτη της, Ιωάννη Σχίζα. Το 1989… … Dictionary of Greek
εκμαγείο — το 1. πλαστική ύλη στην οποία γίνεται αποτύπωση μορφής ή σχήματος. 2. το αρνητικό αποτύπωμα μορφής ή σχήματος σε εύπλαστη ύλη (κερί, γύψο κτλ.), μήτρα, φόρμα, καλούπι, «αρνητικό εκμαγείο». 3. (καταχρηστικά), ομοίωμα που κατασκευάζεται με χύσιμο… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… … Dictionary of Greek